Γενικότερα ως αντιμετώπιση, αντιλαμβάνομαι μια στάση που είναι απόρροια των απαντήσεων που δίνει κάποιος στις ερωτήσεις:
- Πού είμαι και τι συμβαίνει εδώ;
- Τι θα’ θελα να γίνει; Ποιος είναι ο σκοπός;
- Τι μπορώ να κάνω εγώ;
Θεωρώ τη συμπεριφορά ως μια σκόπιμη πράξη που κυρίως έχει σκοπό την επιβίωση την αυτονομία και την εξέλιξη της ύπαρξης κάθε οργανισμού. Οι συμπεριφορές είναι πράξεις σ’ ένα πλαίσιο σχέσεων, σ’ ένα πλέγμα αλληλεπιδράσεων. Κάθε οργανισμός (άνθρωπος) έχει δική του αυτόνομη οργάνωση παράλληλα όμως εξαρτάται από το περιβάλλον του.
Ως άνθρωποι, κατασκευάζουμε την πραγματικότητά μας. Αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε με βάση τη δική μας μοναδική οργάνωση και εμπειρία. Έτσι, για μια συμπεριφορά, εκτός της δικής μας ερμηνείας, μπορούμε να δεχτούμε ότι κι άλλες ερμηνείες μπορεί να είναι πιθανά χρήσιμες. Επίσης, η αλλαγή της συμπεριφοράς σ’ ένα μέλος μιας ομάδας, ενός συστήματος, μπορεί ν’ αλλάξει τη δράση όλου του συστήματος.
Ακραίες, βίαιες και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές των παιδιών υπήρχαν πάντα. Η συχνότητα φαίνεται να άλλαξε σήμερα.
Βία με ψυχικό υπόβαθρο μπορεί να σημαίνει ότι επιβάλλω τη θέλησή μου με σκοπό να ανακουφιστώ.
Υπάρχουν κάποιες υποθέσεις που συνήθως καθοδηγούν την ερμηνεία και την αντιμετώπιση των επιθετικών συμπεριφορών
Θεωρώ λανθασμένες και επικίνδυνες (με αρνητικές συνέπειες) τις υποθέσεις :
- Η βία είναι σύμπτωμα κάποιας ασθένειας.
- Η καλύτερη λύση για την αντιμετώπιση της επιθετικής συμπεριφοράς είναι η ατομική ψυχοθεραπεία.
- Το μόνο που χρειάζεται ένα παιδί είναι περισσότερη αγάπη, αποδοχή και ελευθερία.
- Οι γονείς είναι αυτοί που προκαλούν τις ψυχικές διαταραχές ενός παιδιού.
Θα χρειαστεί να διακρίνουμε:
- Τις βίαιες συμπεριφορές από τη φυσιολογική επιθετικότητα. Την ανάγκη δηλαδή οριοθέτησης και διεκδίκησης ζωτικού για την ύπαρξη χώρου.
- Το δραστήριο, τολμηρό, με ζωηρό ταμπεραμέντο παιδί από το παιδί με ακραία και επιθετική συμπεριφορά.
- Τη συμπεριφορά-πράξη από το πρόσωπο. Οι συμπεριφορές δεν είναι ιδιότητες (και μάλιστα σταθερές) προσώπων.
Η επιθετική συμπεριφορά είναι ένα κοινωνικό σχήμα αλληλεπίδρασης.
Η επιθετικότητα στην εφηβική ηλικία δεν είναι πάντα βία. Συνήθως εξυπηρετεί το αίσθημα αυταξίας και το βίωμα αυτοδραστικότητας. Επίσης, στην παιδική ηλικία υπάρχει η ζωτική ανάγκη για δράση, εξερεύνηση, κίνηση, ορμή για ενεργητική συμμετοχή στον κόσμο και ικανοποίηση απ’ αυτήν. Η διεκδίκηση της ανάγκης αυτής -συχνά άδικα- ερμηνεύεται ως υπερκινητικότητα και επιθετικότητα.
Δε θ’ αμφισβητήσω το γεγονός ότι στην κουλτούρα μας, τα παιδιά μπορούν να γίνουν επικίνδυνα για τον εαυτό τους ή για άλλα παιδιά. Η κακοποίηση παιδιού από συνομηλίκους παίρνει πολλές μορφές. Από το πείραγμα και την περιθωριοποίηση ως τη σωματική βία. Οι νέοι άνθρωποι συμβάλλουν σε κακοποίηση αναπαράγοντας τις πολιτικές διάκρισης που αφορούν τη φυλή, το φύλο, την κοινωνική τάξη, τη σεξουαλική προτίμηση και την κουλτούρα.
Αυτά όμως τα γεγονότα χρησιμοποιούνται συχνά για να δικαιολογήσουν την ιδέα ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ελεγκτικούς μηχανισμούς και αυστηρούς κανονισμούς ως μέτρο αντιμετώπισης αφήνοντας απ’ έξω το κοινωνικό πλαίσιο των συμβάντων. Επίσης, τα γεγονότα αυτά προσφέρουν την ευκαιρία για την ψυχολογικοποίηση της ζωής των παιδιών ( π.χ. αντανακλούν, λένε, το χαρακτήρα και των δραστών και των θυμάτων ή ότι είναι αναπτυξιακά ανώριμα). Αν τα παιδιά ρωτηθούν, μπορούν να δώσουν ερμηνείες των γεγονότων για τον κόσμο τους και μας δείχνουν ότι μπορούν να συνεισφέρουν ουσιαστικά αν τους ζητηθεί βοήθεια. Μπορούν να συμμετέχουν τόσο σε αντι-κακοποιητικές, επανορθωτικές δράσεις όσο και σε αποφάσεις που παίρνουν για τη ζωή τους.
Αντί αυτού, τα παιδιά έχουν αποκλειστεί απ’ την ανάληψη ευθύνης και δεν εξασκούνται στη λήψη αποφάσεων. Μόνο στην εφηβεία ξαφνικά απαιτείται από αυτά να φέρονται σαν ενήλικες. Μέχρι τότε μοιάζουν με παθητικοί ακροατές ή καταναλωτές πληροφοριών, υποταγμένοι στην υπερεξουσία και παντοδυναμία των ενηλίκων (φυσικά για λόγους επιβίωσης!).
Κάποια παιδιά, κάποτε αντιδρούν. Σήμερα πιο συχνά. Οι καιροί άλλαξαν. Οι παλιοί παραδοσιακοί τρόποι ελέγχου και συμμόρφωσης δε δουλεύουν. Η αναζήτηση του φταίχτη είναι αντιπαραγωγική. Η πίστη ότι μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά ενός άλλου ανθρώπου αποδείχτηκε λανθασμένη.
Η αλλαγή μπορεί να ξεκινήσει από εκεί που είσαι, παίρνοντας την ευθύνη για τη δική σου πράξη και αντιμετωπίζοντας τον απέναντι (και το παιδί) ως ισότιμο μέλος μιας σχέσης.
Το κύρος του γονιού και του δασκάλου, σήμερα, δεν είναι αυτονόητο λόγω θέσης ή ιδιότητας. Προϋποθέτει το πλαίσιο μιας καλής σχέσης.
Δηλαδή σχέσης ισότιμης με
- προσοχή
- σεβασμό
- συμφιλίωση
σ’ ένα πλαίσιο που προάγει σταδιακά την ευθύνη για τις δράσεις του παιδιού ανάλογα με την ηλικία του.
Τα σχήματα συμπεριφορών που συνήθως ευνοούν την εμφάνιση καταστροφικών ή ακραίων συμπεριφορών είναι:
- Η υποταγή. Η στάση αυτόματης υπακοής. Γονείς και δάσκαλοι υποτάσσονται στα παιδιά για να βρουν την ηρεμία τους ή επειδή δεν έχουν χρόνο ν’ ασχοληθούν.
- Η ταλάντωση (υποχώρηση-αντιπαράθεση). Γονείς και δάσκαλοι σε σύγχυση, αίσθηση ασταθούς ασφάλειας. Τι είναι σωστό να κάνω σε κατάσταση αμφιθυμίας. Πότε απελπισία, πότε οργή.
- Ο αγώνας για εξουσία. Ποιος είναι ο αρχηγός εδώ; Ποιος το αφεντικό; Αγώνας για νίκη. Αγώνας εναντίον του παιδιού. Power game.
Αυτά τα σχήματα αλληλεπίδρασης είναι συνήθως προσπάθειες επίλυσης συγκρούσεων. Στην πράξη όμως, δημιουργούν κλιμάκωση της σύγκρουσης και συχνά γεννούν βία. Οι συνθήκες αυτές αποδυναμώνουν την παρουσία γονιών και δασκάλων και εκτός των άλλων συνεπειών, οποιαδήποτε προσπάθεια για λύση πέφτει στο κενό!
Το μοντέλο της Μη Βίαιης Αντίστασης (Μ.Β.Α) έχει αποδειχθεί χρήσιμο στις προσπάθειες πρόληψης της κλιμάκωσης, στην αποκατάσταση της γονικής παρουσίας όταν έχει χαθεί η ισορροπία, στη διαχείριση συγκρούσεων. Εφαρμόζοντας τις αρχές της Μ.Β.Α., γονείς αλλά και δάσκαλοι κατάφεραν να κάνουν επαφή με το αίσθημα αυταξίας τους και δίδαξαν με τη στάση τους στα παιδιά τι είναι εφικτό, τον αυτοσεβασμό και την αυτοκυριαρχία.
Βασικές αρχές της στάσης αυτής.
- Πλήρης αποχή από κάθε σωματική ή λεκτική βία. Αποχή από ενέργειες που έχουν σκοπό να προσβάλλουν ή να μειώσουν τον άλλον.
- Ξεροκέφαλη και ανθεκτική στάση απέναντι στις απαιτήσεις που τίθενται πιεστικά από το παιδί.
- Κάνω τα πάντα για να προλάβω βλαπτικές ενέργειες-συμπεριφορές.
- Θέλω αποφασιστικά να βρω μια λύση όπου το παιδί δε θα νιώθει ταπεινωμένο ή μειωμένο.
- Όταν έχω σωματικές επιθέσεις, αποκρούω, δεν ανταποδίδω, δε δέχομαι παθητικά.
Στόχος μιας τέτοιας στάσης, η σταθερή και σαφής παρουσία (όρια), η αποφασιστικότητα να είμαι παρών στη ζωή σου, ν’ αγωνιστώ για μια καλή σχέση μαζί σου, να ξαναρχίσει ο διάλογος.
Θα χρειαστεί επιμονή κι εξάσκηση. Όταν το δούμε ως μια καλή ευκαιρία για να ξεπεράσουμε τα προβλήματα που έχουμε, θα χρειαστεί να υλοποιήσουμε αυτή τη στάση.
Τα πρώτα βήματα είναι τα πιο δύσκολα. Καταρχήν, γονείς και δάσκαλοι θα χρειαστεί να καταφέρουν να βγαίνουν απ’ τον φαύλο κύκλο (τη ρουφήχτρα) της αντιπαράθεσης.
Πως; Μαθαίνω να μη με ρουφάει, ν’ αντιστέκομαι, να μη μπαίνω σ’ αυτόν. Το παιδί αρχικά θα δυναμώσει την κλιμάκωση. Δεν είναι ούτε κακό ούτε τρελό. Είναι η συνήθεια της κλιμάκωσης, ο αγώνας για εξουσία. «Κακιά» συνήθεια.
Αφού αντισταθώ, εφαρμόζω χρονοκαθυστέρηση και σιωπώ. Παίρνω δηλαδή χρόνο, να σκεφθώ , ν’ απαντήσω.
Τα δύο αυτά βήματα, αντιστέκομαι, δε μπαίνω στη ρουφήχτρα και αναβάλλω την αντίδρασή μου, συνήθως είναι αρκετά για ν’ αλλάξει το κλίμα και να δημιουργηθούν συνθήκες ευνοϊκές για διάλογο και εξεύρεση λύσεων.
Πρόσθετα μέτρα θα χρειαστούν σε ακραίες συμπεριφορές. Όλα όμως τα μέτρα ή οι τεχνικές εμπνέονται από τις βασικές αρχές που κουβεντιάσαμε. Αυτές καθοδηγούν τη δράση και τη φαντασία μας στην επίλυση των προβλημάτων όταν η ισορροπία στις σχέσεις με το παιδί έχει χαθεί.
Η βασική ιδέα της στάσης αυτής είναι να επιλέξουμε πράξεις σεβασμού ΚΑΙ να τις συνοδεύσουμε από χειρονομίες συμφιλίωσης. Το σημαντικό δώρο προς το παιδί, είναι το «μάθημα» αυτοσεβασμού, αξιοπρέπειας και αυτοπειθαρχίας που παίρνει απ’ τη στάση μας. Το σημαντικό δώρο προς εμάς το αίσθημα αυταξίας στο ρόλο μας.